- ἔθειραι
- ἔθειραhairfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Шлемы Древней Греции — История эволюции шлемов Древней Греции восходит к микенской цивилизации с середины II тысячелетия до н. э. Этим временем датируются находки самых ранних шлемов и изображения на фресках. Эпоха отражена Гомером в «Илиаде», в которой поэт детально… … Википедия
λυσιέθειρα — λυσιέθειρα, ἡ (Α) αυτή που έχει λυμένα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα] … Dictionary of Greek
οξυέθειρ — ὀξυέθειρ ὁ, ἡ, και ὀξυέθειρος, ον (Α) ως επίθ. 1. (για τον εχίνο) αυτός που έχει οξείες, αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (και κατ επέκτ. για αγκάθια) αιχμηρός, μυτερός («ὀξυέθειρας ἀκάνθας», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + έθειρος (< ἔθειραι… … Dictionary of Greek
ουλοέθειρος — οὐλοέθειρος, ον (Μ) ουλόθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «κατσαρός» + έθειρος (< ἔθειραι «χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] … Dictionary of Greek
περισείομαι — και επικ. τ. περισσείομαι Α [σείομαι] (μόνο το παθ. στον παρατ. περισσείοντο) σείομαι, κουνιέμαι, τινάζομαι ολόγυρα («περισσείοντο δ ἔθειραι» οι αλογότριχες τής περικεφαλαίας τινάζονταν ολόγυρα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
πυκνοέθειρος — ον, Μ πυκνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + έθειρος (< ἔθειραι «μαλλιά, χαίτη»), πρβλ. χρυσο έθειρος] … Dictionary of Greek
τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] … Dictionary of Greek
χρυσοέθειρος — και χρυσοέθειρ, ειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και χρυσοέθειρα, Α χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έθειρος / έθειρ (< ἔθειραι «χαίτη, κόμη, μαλλιά»), πρβλ. ὀρθο έθειρος, ὀξυ έθειρ] … Dictionary of Greek